Σλοβένος

Σλοβένος
ο, θηλ. Σλοβένα, Ν
1. ο κάτοικος τής Σλοβενίας
2. στον πληθ. οι Σλοβένοι
εθνολ. ο λαός τής Σλοβενίας, που ανήκει, μαζί με τους Σέρβους και τους Κροάτες, στον νότιο κλάδο τών Σλάβων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Slovene < γερμ. Slovene < σλοβενικό Sloven].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλινοζωισίτης — ο (ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού ασβεστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως και αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό, πρβλ. αγγλ. clinozoisite < γερμ. Klinozoisit < klin(o) (πρβλ. κλιν[o] < κλίνω) + zoisit (< κύριο όν. Baron Sigismund… …   Dictionary of Greek

  • πανσλαβισμός — Πολιτική και πολιτιστική κίνηση, της οποίας η ιδεολογική αφετηρία πρέπει να αναζητηθεί στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα. Ο όρος π. δεν είναι σλαβικός (προτάθηκε από τον Χέρκελ το 1826) και το περιεχόμενο του δεν είναι πάντοτε σαφές. Η θεωρία …   Dictionary of Greek

  • σλοβενικός — ή, ό, Ν [Σλοβένος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σλοβενία ή στους Σλοβένους 2. φρ. «σλοβενική γλώσσα» γλωσσ. νοτιοσλαβική γλώσσα που χρησιμοποιεί το λατινικό αλφάβητο και μιλιέται στη Σλοβενία, ομόσπονδη, παλαιότερα, δημοκρατία τής… …   Dictionary of Greek

  • Γιάντσαρ, Ντράγκο — (Drago Yancar, Μάριμπορ 1948 –). Σλοβένος νομικός, δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά, άσκησε όμως κυρίως τη δημοσιογραφία, συνεργαζόμενος με μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες της πατρίδας του. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία,… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Ζούπαντσιτς, Ότο — (Oton Zupancic, Βίνιτσε 1878 – Λουμπλιάνα 1949). Σλοβένος ποιητής. Μετά τις σπουδές του στο Νόβο Μέστο, στη Λουμπλιάνα και στη Βιέννη, έκανε πολλά ταξίδια που τον έφεραν σε άμεση επαφή και γνωριμία με τα νεότερα λογοτεχνικά κινήματα της Ευρώπης.… …   Dictionary of Greek

  • Κανκάρ, Ιβάν — (Ivan Cankar, Βρνίκα 1876 – Λιουμπλιάνα 1918). Σλοβένος συγγραφέας. Προερχόταν από φτωχή και πολυμελή οικογένεια και σπούδασε στη Βρνίκα, στη Λιουμπλιάνα και στη Βιέννη. Ύστερα από μια πρώιμη αλλά παροδική θητεία του στην ποίηση (Ερωτικά, 1899)… …   Dictionary of Greek

  • Καρντέλι, Έντβαρντ — (Edvard Kardelj, Λιουμπλιάνα 1910 – 1979). Σλοβένος πολιτικός, θεωρητικός του μαρξισμού. Νέος εντάχθηκε στην Ένωση Κομουνιστικών Νεολαιών της Γιουγκοσλαβίας (1926) και, αργότερα, έγινε μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος (ΚΚ). Αποφοίτησε από το… …   Dictionary of Greek

  • Κέρσνικ, Γιάνκο — (Janko Kersnik, Μπρντο 1852 – Λιουμπλιάνα 1897). Σλοβένος συγγραφέας. Αρχικά έγραφε διηγήματα ρομαντικού περιεχομένου, σύντομα όμως εγκατέλειψε αυτή την τάση, για να ασχοληθεί με την περιγραφή της επαρχιακής ζωής και της υπαίθρου. Σημαντικότερα… …   Dictionary of Greek

  • Κόπιταρ, Μπαρτολομέο — (Bartolomeo Kopitar, 1780 – 1844). Σλοβένος λόγιος και λογοτέχνης. Το 1809 διορίστηκε βιβλιοθηκάριος της αυλικής βιβλιοθήκης της Βιέννης. Ανάμεσα στις εργασίες του, οι οποίες είναι γραμμένες στα γερμανικά, σπουδαιότερη είναι η Γραμματική της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”